Friday, March 1, 2013
Γιατί οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να βρουν μια κοινή λύση στα προβλήματά μας;
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ
Με ρωτούν πολλοί: «Γιατί, βρε παιδί μου, εσείς οι οικονομολόγοι, ως επιστήμονες, δεν μπορείτε να τα βρείτε; Γιατί δεν μπορείτε, όπως οι φυσικοί, να κάτσετε γύρω από ένα τραπέζι, να διαφωνήσετε, να ανταλλάξετε απόψεις και στοιχεία και, τελικά, στη βάση της επιστημονικής μεθόδου να καταλήξετε ομόφωνα στη βέλτιστη οικονομική πολιτική για τη χειμαζόμενη οικονομία μας; Γιατί, την ώρα που η κοινωνία αιμορραγεί, εσείς δεν μπορείτε να συμφωνήσετε ούτε ως προς τη διάγνωση ούτε ως προς την ενδεδειγμένη θεραπεία;».
Η απάντηση μπορεί να δοθεί σύντομα ή πιο περιφραστικά. Η σύντομη μορφή της είναι: «Επειδή τα οικονομικά δεν είναι επιστήμη. Μπορεί να χρησιμοποιούν τεχνικές μεθόδους, στατιστική και ανώτερα μαθηματικά, αλλά δεν παύουν να είναι κατά βάση ιδεολογία (ίσως και θρησκεία) με αμπαλάζ τεχνικών μεθόδων και μαθηματικών μοντέλων». Αλλά, επειδή αυτή η απάντηση δεν αρκεί, επιτρέψτε μου μια πιο περιφραστική, που χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα, το οποίο αναδεικνύει την ιδεολογική διάσταση της κάθε οικονομικής ανάλυσης.
Έστω ότι σας παραθέτω αντικειμενικά και χωρίς καμία ερμηνεία τα εξής αριθμητικά δεδομένα: μικρό χωριό στην Αφρική, αποτελούμενο από δέκα οικογένειες χωρικών, των οποίων η μόνη σοδειά είναι το καλαμπόκι, και οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους λίγο-πολύ τα ίδια στρέμματα. Το ελάχιστο εισόδημα για να μην πεινάσουν ανέρχεται στα $1.000 ανά οικογένεια ετησίως. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, η σοδειά του χωριού είναι είτε 1.000 τόνοι (μια κανονική χρονιά), είτε 1.500 (μια καλή χρονιά), είτε 500 (μια κακή χρονιά). Έστω, ακόμα, ότι οι πιθανότητες γι' αυτές τις διαφορετικές καιρικές συνθήκες είναι περίπου οι ίδιες (δηλαδή, οι κανονικές, οι καλές και οι κακές χρονιές παρατηρούνται περίπου με την ίδια συχνότητα).
Αφού μαζέψουν το καλαμπόκι τους οι δέκα οικογένειες, το μεταφέρουν με κάρα στη γειτονική πόλη, όπου το πουλάνε σε τιμή που διαμορφώνεται ανάλογα με την προσφορά: σε μια κανονική χρονιά, που φέρνουν στην αγορά 1.000 τόνους, η τιμή φτάνει τα $10 τον τόνο και έτσι τα έσοδά τους ισούνται με $1.000 ανά οικογένεια – όσο δηλαδή εισόδημα απαιτείται για να μην πέσουν κάτω από το όριο της πείνας. Όμως, σε μια καλή χρονιά, όταν η παραγωγή τους φτάνει τους 1.500 τόνους, για να τους διαθέσουν στην αγορά της γειτονικής πόλης αναγκάζονται να πουλήσουν προς $8 τον τόνο. Συνεπώς, στις καλές χρονιές το εισόδημά τους αυξάνεται στα $12.000, δηλαδή στα $1.200 ανά οικογένεια – $200 πάνω από το όριο της πείνας. Αντίθετα, σε μια κακή χρονιά, τότε που η παραγωγή (λόγω ξηρασίας, χαλαζιού κ.λπ.) πέφτει στους 500 τόνους, η τιμή (λόγω έλλειψης καλαμποκιού στη γειτονική αγορά) εκτινάσσεται στα $19 και έτσι το εισόδημα του χωριού εξισορροπείται κάπως στα $19x500 = $9.500 ή $950 ανά οικογένεια.
Σε γενικές γραμμές, κατά μέσον όρο, το εισόδημα των χωρικών βρίσκεται πάνω από το όριο της φτώχειας (περίπου στα $1.050), δεδομένου ότι, από χρονιά σε χρονιά, το οικογενειακό εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ $950, $1.000 και $1.200 (εφόσον, βέβαια, οι χωρικοί αποταμιεύουν ένα σοβαρό μέρος των «επιπλέον» $200 που κερδίζουν στις καλές χρονιές).
Έστω τώρα η εξής εξέλιξη: κατά τη διάρκεια μιας καλής χρονιάς, όταν η σοδειά τους είναι 1.500 τόνοι και πριν τη μεταφέρουν στη γειτονική πόλη για την πουλήσουν προς $8 τον τόνο, εμφανίζεται ένας μεσάζων ο οποίος τους κάνει την εξής προσφορά: «Σας προσφέρω $8,50 για 500 από τους 1.500 τόνους σας. Έτσι, αντί να πάρετε $8 τον τόνο για τους 1.500 τόνους, θα εισπράξετε $8,50 από μένα για τους 500 και, καθώς στη γειτονική αγορά θα μεταφέρετε μόνο 1.000 τόνους, εκεί θα λάβετε $10 για τον καθένα, όπως σε μια κανονική χρονιά που παράγετε 1.000 τόνους. Έτσι, αντί να λάβετε τα $12.000 που θα βγάλετε αν δεν δεχτείτε την προσφορά μου, αν τη δεχτείτε θα εισπράξετε $4.250 ($8,50x500) από εμένα και $10.000 ($10x1000) από τη γειτονική αγορά. Σύνολο, δηλαδή, $14.250. Τι λέτε; Δέχεστε;».
Προφανώς και δέχονται και έτσι ο μεσάζων φυλάει τους 500 τόνους που αγόρασε στις αποθήκες του για να τους πουλήσει όταν θα τον συμφέρει – σε μια κακή χρονιά, που το καλαμπόκι θα σπανίζει. Και όταν πράγματι έρθει η κακή χρονιά και η σοδειά των χωρικών είναι μόλις 500 τόνοι, τότε ο μεσάζων θα πουλήσει κι αυτός τους 500 αποθηκευμένους τόνους του στην ίδια αγορά. Συνολικά, η προσφορά θα είναι συνολικά η ίδια με μια καλή χρονιά (500 οι τόνοι των χωρικών και 500 του μεσάζοντα) και, συνεπώς, η τιμή θα είναι η ίδια: $10. Οπότε, το εισόδημα των χωρικών καταρρέει στα $5.000 ($10x500), δηλαδή σε $500 ανά οικογένεια – $500 κάτω από το όριο της πείνας. Παράλληλα, ο μεσάζων θα έχει κερδίσει ενάμιση δολάριο για κάθε τόνο (αφού τον αγόρασε προς $8,50 και τον πουλάει προς $10), δηλαδή συνολικά $750 ($1,50x500).
Έστω ότι αυτά τα δεδομένα είναι απολύτως σωστά, αντικειμενικά και μη αμφισβητήσιμα. Τώρα, διαβάστε τις εξής δύο ερμηνείες των ίδιων αυτών δεδομένων, όσον αφορά τον ρόλο του μεσάζοντα:
Ερμηνεία 1: Ο μεσάζων βoηθάει την οικονομία, προσφέροντάς της τη σταθερότητα τιμών που λείπει. Η κoιvωvική πρoσφoρά τoυ είvαι η απόσβεση τωv «κραδασμώv» πoυ οφείλονται στις καιρικές διακυμάνσεις. Εκεί που η τιμή αυξομειωνόταν μεταξύ $8 και $19, τώρα παραμένει στα $10. Αφαιρεί έτσι την αβεβαιότητα από τη ζωή των αρτοποιών και των καταναλωτών και επιτρέπει στην οικονομία vα λειτoυργήσει καλύτερα. Το κέρδος του μεσάζοντα, συνεπώς, αποτελεί την αμοιβή του γι' αυτήν τη συνεισφορά. Και μην ξεχνάμε ότι δεν υποχρεώνει κανέναν να του πουλήσει καλαμπόκι. Αγοράζει μόνο από όσους κρίνουν ότι τους συμφέρει να του πουλήσουν. Πρόκειται για την προσωποποίηση της αποδοτικότητας και της ελεύθερης πρωτοβουλίας.
Ερμηνεία 2: Ο μεσάζων δεν είναι παρά έvας κoιvός καιρoσκόπoς πoυ εκμεταλλεύεται απλούς αvθρώπoυς τoυ μόχθoυ. Δεν παράγει τίποτα, κερδίζει όμως με αγoραπωλησίες πoυ καταδικάζoυv τους συνανθρώπους του (εκείνους που μοχθούν για να παραχθεί το καλαμπόκι) στη βιoλoγική και ηθική εξόvτωση κάθε φορά που οι καιρικές συνθήκες στρέφονται εναντίον τους. Η πείνα τους, το κέρδος του.
Κλείνω με την εξής παρατήρηση: και οι δύο ερμηνείες βασίζονται στα ίδια ακριβώς στατιστικά στοιχεία, στα ίδια δεδομένα και στην ίδια «επιστημονική» ανάλυση της σχέσης τιμών και ποσοτήτων. Όμως διαφέρουν όπως η μέρα και η νύχτα, καθώς η δεύτερη ερμηνεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μεσάζων πρέπει είτε να φορολογηθεί άγρια είτε να εμποδιστεί στη δραστηριότητά του, ενώ η πρώτη ερμηνεία τείνει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δουλειά του κράτους να παρέμβει στην αγορά. Ποια ερμηνεία, και άρα ποια πολιτική, διαλέγουμε είναι καθαρά ηθικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και εν τέλει ιδεολογικό ζήτημα.
Να γιατί δεν μπορούμε εμείς οι οικονομολόγοι να κάτσουμε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και να συμφωνήσουμε ως προς το τι πρέπει να γίνει.
Πηγή http://www.lifo.gr/