Το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε είναι συνυφασμένο με την ελευθερία, την ηθική και την αξιοπρέπεια. Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Και επειδή ακριβώς το πιστεύουν, θεωρούν ότι η καταλήστευση των φτωχότερων κάθε φορά που αυτό το σύστημα βυθίζεται σε κρίση δεν είναι παρά κάτι παροδικό και πως δεν θα αργήσει να ξημερώσουν γι' αυτούς καλύτερες μέρες. Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους ασφαλώς δεν συγκαταλέγεται ο Μάικλ Πέρελμαν. Καθηγητής της οικονομικής ιστορίας, βρίσκεται «εξόριστος» σε κάποιο άσημο κολέγιο της Καλιφόρνιας (Τσίκο Στέιτ) επειδή εκφράζει περιθωριακές απόψεις.
Στο βιβλίο του «Η επινόηση του καπιταλισμού», ο Πέρελμαν εξετάζει σε βάθος τα έργα και την αλληλογραφία του Ανταμ Σμιθ και των συγχρόνων του και γράφει μια ιστορία για τη δημιουργία του καπιταλισμού με τα ίδια τα λόγια των πρώτων καπιταλιστών οικονομολόγων, φιλοσόφων και πολιτικών. Και αυτά τα λόγια δεν είναι καθόλου όμορφα. Για να δουλέψει ο καπιταλισμός χρειάζεται μια δεξαμενή φθηνής πλεονάζουσας εργασίας. Ομως δεν την έχει πάντα. Πώς την εξασφαλίζει; Με το ζόρι. Ο Πέρελμαν περιγράφει πώς οι χωρικοί εκδιώκονταν από τη γη τους, με νόμους που τους απαγόρευαν το κυνήγι ή που κατέστρεφαν την παραγωγικότητά τους μικραίνοντας τους κλήρους τους, ώστε να μην μπορούν να αυτοσυντηρηθούν. Και απαριθμεί τα παράπονα των συγκαιρινών καπιταλιστών του Ανταμ Σμιθ πως η ανεξάρτητη και άνετη ζωή που έκαναν οι χωρικοί δυσκόλευε την εκμετάλλευσή τους επειδή αρνούνταν να αποδεχτούν μια ζωή μισθωτής δουλείας.
Ο οικονομικός συγγραφέας Αρθουρ Γιανγκ, που τον είχε σε υπόληψη ο Τζον Στούαρτ Μιλ, έγραφε το 1771: «Μόνο ένας ανόητος δεν γνωρίζει πως οι κατώτερες τάξεις πρέπει να διατηρούνται φτωχές. Αλλιώς δεν θα γίνουν ποτέ εργατικές». Ο πολιτικός σερ Ουίλιαμ Τεμπλ συμφωνούσε και πρότεινε τη βαριά φορολόγηση των τροφίμων γι' αυτόν τον σκοπό. «Ο Τζον Λοκ, που θεωρείται ο φιλόσοφος της ελευθερίας», γράφει ο Πέρελμαν, «συνιστούσε να αρχίσει να εργάζεται κανείς από "την ώριμη ηλικία των τριών ετών"». Και ακόμη και ο μέγας ανθρωπιστής Ντέιβιντ Χιουμ εξυμνούσε τη φτώχεια και την πείνα ως θετικές εμπειρίες για τις κατώτερες τάξεις. Ο έμπορος Πάτρικ Κόλκουν, ο οποίος ίδρυσε στην Αγγλία την πρώτη ιδιωτική «προληπτική αστυνομία» για να αστυνομεύει τους λιμενεργάτες, εξηγούσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πώς η πείνα και η φτώχεια είναι συνυφασμένες με την παραγωγικότητα και τη δημιουργία πλούτου:
«Η φτώχεια είναι εκείνη η κατάσταση όπου το άτομο δεν έχει άλλο τρόπο για τη συντήρησή του παρεκτός από τη διαρκή δουλειά του. Η φτώχεια είναι λοιπόν το πιο αναγκαίο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς το οποίο τα έθνη και οι κοινότητες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σε πολιτισμένη κατάσταση. Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς φτώχεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει εργασία. Δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν πλούτη, πολυτέλεια, ανέσεις, ούτε κέρδη για εκείνους που είναι πλούσιοι».